άμπακας, ο κ. άμπακος, ο, ουσ. [<ιταλ. abbaco <λατιν. abacus <αρχ. ελλην. ἄβαξ], μαθητική πλάκα που είχε στρωμένη άμμο για να γράφουν οι μαθητές και, κατ’ επέκταση, πολύ μεγάλη ποσότητα, πολύ μεγάλο πλήθος σαν την άμμο·
- έφαγε τον άμπακα, α. έφαγε πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «είχε τέτοια πείνα, που, μόλις κάθισε στο τραπέζι έφαγε τον άμπακα». β. καταχράστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά, ιδίως του δημοσίου: «ένας υπάλληλος του δημοσίου είναι και, για να φτιάξει τη βίλα του στην εξοχή, έφαγε τον άμπακα». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «δεν έμεινε τίποτα απ’ την περιουσία του, γιατί έφαγε τον άμπακα». Συνών. έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του /  έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον περίδρομο·
- ρίχνω τον άμπακα, βλ. φρ. τρώω τον άμπακα·
- τρώω τον άμπακα, τρώω πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «όταν μου αρέσει το φαγητό τρώω τον άμπακα». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου / τρώω το καταπέτασμα / τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον αγλέουρα / τρώω τον περίδρομο· βλ. και φρ. έφαγε τον άμπακα.